τριτόγονος

τριτόγονος
-ο, Ν
ιατρ. χαρακτηρισμός τής περιόδου που ακολουθεί δύο εξελικτικά στάδια μιας νόσου με κυκλικό χαρακτήρα, καθώς και τής ίδιας τής νόσου κατά την περίοδο αυτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -γόνος (<γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πολύ-γονος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”